Page 128 - PhotoBook 2020-2021 Eco Edition
P. 128

Έφτασεν στο παλάτι τζι’ αφήσεν την κούζα,
                                                                          τζιαι επήεν να το γιορτάσει με φαΐ τζιαι ούζα.
                                                                       Μα πού να ’ξερεν ο κακομάζαλος τι ήτουν να γενεί,
                                                              την κούζαν έχασεν που τα μάθκια του, τζιαι που το ούζον εν θωρεί.
                                                                  Η αρφή του αθώα πιάνει την κούζαν, τα φκιόρα να ποτίσει,
                                                                    τζιαι τ’ αθάνατο νερό πάσ’ τες κρομμύδες είσσιεν χύσει.
                                                                              Ο Μέγας Αλέξανδρος το πρωί ξυπνά,
                                                                            ψάχνει μέσ’ την κούζαν το νερό πουθενά.
                                                                   Άξαφνα θωρεί την αρφήν του μέσ’ το παλάτι να περπατεί,

            Περδίου Ελένη  Α7                                      τζι’ αρώτησέν την αν είδεν πούποτε το νερό για να το πιει.
                                                              Λαλεί του «Τζιαμέ που εν τα φκιόρα είσσιεν μιαν κούζαν με νερόν,
                                                                         έπκια την τζιαι πότισα την των κρομμυθκιών.»                                     Μιχαήλ  Χριστίνα  Α1
                                                                            Που τον θυμό του κότσινος είσσιεν γενεί,
                                                                       τζιαι την αρφή του σε γοργόνα είσσιεν καταραστεί.
                                                             Τζιαι ούλλη τη ζωήν της στις θαλάσσες τζιαι στους ωκεανούς γυρνά,
                                                                       αλλά για τον αρφό της κατζιά λέξη εν λαλεί καμιάν.
                                                                              Όποτε περνά πλοίο που ομπρός της,
                                                                               αρωτά αν ένι ζωντανός ο αρφός της.
                                                                                  Άμαν της λαλούσιν ότι εν καλά,
                                                              Άφηνει τους να φύουν τζιαι χαρούμενη κολυμπά στα κρύα τα νερά.
                                                                      Άμαν της λαλούσιν πως έσσιει πεθάνει ο αρφός της,
                                                                          πνίει τα πλοία στο βάθος των θαλασσών της.
                                                                                                                                                            Θούπου Ιζαμπέλλα Α7


          Γεωργίου Κωνσταντίνα  Α1                                                                          Δημητρίου Ιωάννα   Α1
   123   124   125   126   127   128   129   130   131   132   133